απαλοί

απαλοί
(hapales). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των απαλιδών, της τάξης των πρωτευόντων. Είναι πίθηκοι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής με μικρό σώμα σε σύγκριση με τους άλλους πιθήκους. Το μήκος τους φτάνει μόλις τα 30 εκ. μαζί με το κεφάλι, ενώ το μήκος της ουράς τους κυμαίνεται από 20 έως 40 εκ. Ζυγίζουν περίπου 250-500 γρ. Έχουν τρίχωμα πυκνό, με λοφία στα αφτιά σε χρωματικές αντιθέσεις. Στην ουρά τους εναλλάσσονται ανοιχτόχρωμοι και σκούροι δακτύλιοι. Τρέφονται με φυτά, καρπούς, έντομα, αβγά κλπ. Γεννούν 1 έως 3 μικρά, μετά από κυοφορία 5 μηνών. Το κυριότερο είδος του γένους αυτού είναι o καλλίθριξ ο ίακχος,που είναι κυρίως γνωστός ως ουιστίτι. Έχει το μέγεθος του σκίουρου και εξημερώνεται εύκολα, ιδίως όταν συλλαμβάνεται σε μικρή ηλικία. Γίνεται φίλος με τον άνθρωπο και τα άλλα οικιακά ζώα. Ο α. o πυγμαίος είναι το πιο μικρόσωμο από τα πρωτεύοντα. Ζει κυρίως στο Μεξικό και στη Βραζιλία. Πίθηκος του γένους των απαλών, ιθαγενής της Βραζιλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπαλοῖ — ἀπό ἀλέω grind pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἀπό ἀλόω pres ind mp 2nd sg ἀπό ἀλόω pres opt act 3rd sg ἀπό ἀλόω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλοί — ἀπό ἀλόω pres subj mp 2nd sg ἀπό ἀλόω pres ind mp 2nd sg ἀπό ἀλόω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλοί — ἁπαλός soft to the touch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • σφίγκτης — ὁ, Α [σφίγγω] (κατά τον Ησύχ.) «σφίγκται οἱ κίναιδοι, καὶ ἁπαλοί» …   Dictionary of Greek

  • αρκτοπίθηκοι — Οικογένεια πλατύρρινων πιθήκων που περιλαμβάνει το γένος που είναι γνωστότερο ως απαλοί (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Φλινκ, Γκόβαερτ — (Flinck, Κλέβε 1615 – Άμστερνταμ 1660). Ολλανδός ζωγράφος. Περίπου το 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, όπου και εργάστηκε στο εργαστήριο του Ρέμπραντ. Ζωγράφισε πίνακες με ιστορικά και βιβλικά θέματα, καθώς και προσωπογραφίες, που διακρίνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”